-
1 ῥᾳδιουργέω
2 act thoughtlessly or recklessly, do wrong, play the rogue,κλέπτει, τελωνεῖ, ῥᾳδιουργεῖ Apollod.Com.13.13
, cf. Plu.2.602a; ῥ. ἐν ταῖς ἐφημερίσι make fraudulent entries, ib.829d; of writers on Alexander the Great, Str.11.6.4: c. acc.,ἐπιστολάς J. Vit.65
:—[voice] Pass., PTeb.42.16 (ii B.C.),διαθήκη ἐραδιουργημένη PVat. 11r
.7.41 (ii A.D.).II live a lazy life, take things easily, opp. προνοεῖν, φιλοπονεῖν, X.Cyr.1.6.8, 2.1.25, 8.4.5, Oec.20.17, Hier.8.9, etc.:—[voice] Pass., γνοὺς πλεῖστα (v.l. πλείστους)ῥᾳδιουργεῖσθαι Id.Lac.5.2
.III c. acc., treat slightingly, neglect,τὴν ἀλήθειαν Philostr. Im.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥᾳδιουργέω
См. также в других словарях:
ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… … Dictionary of Greek